en-academic.com en-academic.com
en-academic.com
  • EN
    • RU
    • DE
    • ES
    • FR
  • Remember this site
  • Embed dictionaries into your website

Academic Dictionaries and Encyclopedias

 
  • A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό)
  • Interpretations

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό)

στέρ - σφεν

  • στερεός
  • στερέω
  • στέρνον
  • στεροπή
  • στεροπηγερέτα
  • στεῦμαι
  • στεφάνη
  • στέφανος
  • στεφανόω
  • στέφω
  • στέωμεν
  • στῆθος
  • στήλη
  • στήμεναι
  • στηρίζω
  • στῇστήῃ
  • στιβαρός
  • στίβη
  • στίλβω
  • στιλπνός
  • στίξ
  • στιχάομαι
  • Στιχίος
  • στόμα
  • στόμαχος
  • στοναχέω
  • στοναχή
  • στοναχίζω
  • στονόεις
  • στόνος
  • στορέννῦμι
  • Στρατίη
  • Στρατίος
  • στρατόομαι
  • στρατός
  • στρεπτός
  • στρεύγομαι
  • στρεφεδῖνέω
  • στρέφω
  • στρέψασκον
Страницы
  • следующая →
  • 1
  • 2
  • 3
  • 4
18+
© Academic, 2000-2025
  • Contact us: Technical Support, Advertising
Dictionaries export, created on PHP,
Joomla,
Drupal,
WordPress, MODx.